Zoom

Ομιλία στη συζήτηση επί της αρχής των άρθρων και του συνόλου της πρότασης νόμου του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Κατάργηση φοροαπαλλαγών της Εκκλησίας».

Εκτυπώσιμη μορφήSend by email
06/11/2008

 «..Είναι φορολογική δικαιοσύνη η φορολόγηση των εισφορών σε ναούς και μονές; Όχι, ισχυρίζεται η Εκκλησία, διότι το κοινωφελές της έργο συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή. Είναι δίκαιη η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας; Ναι, απαντά η Κυβέρνηση και θεσπίζει το ΕΤΑΚ, που ισχύει για όλους τους Έλληνες πολίτες, για το σύνολο της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκτός από τους λατρευτικούς χώρους. Η Κυβέρνηση σαν αφετηρία των δράσεών της έχει τη διαρκή επίτευξη της κοινωνικής συνοχής και της άμεσης και έμμεσης στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων συμπολιτών μας. Από την πρώτη στιγμή, μέσα από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, προσπαθήσαμε να θεσπίσουμε ένα όσο τον δυνατόν πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα, όπου όλοι θα συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους και όλοι θα απολαμβάνουν ισοδύναμα...»

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

η αλήθεια είναι ότι, όταν ξεκινήσαμε τη συζήτηση της πρότασης νόμου στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, ξεκινήσαμε, όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα, με μία λογική ότι η συγκεκριμένη πρόταση ερχόταν να αποκομίσει πολιτικά οφέλη σε μία ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο για την πολιτική ζωή του τόπου μέσω της ανάδειξης ενός γνωστού θέματος που έφερνε πάλι στην επιφάνεια της επικαιρότητας τα θέματα Πολιτείας-Εκκλησίας.

Κατηγορήσαμε την πρόταση νόμου για αποσπασματικότητα, για προχειρότητα. Η αλήθεια είναι ότι από πλευράς ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ετέθησαν συγκεκριμένα ζητήματα. Μας είπαν: «Κύριοι, δεν θα έρθετε να μας κρίνετε νομοπαρασκευαστικά, γιατί είμαστε μία μικρή Κοινοβουλευτική Ομάδα, η οποία προσπαθεί να ασχοληθεί με μεγάλα ζητήματα και πιθανά να έχουμε αδυναμίες». Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτής της λογικής θα προσπαθήσω να προσεγγίσω το θέμα έτσι ακριβώς όπως ο κ. Δραγασάκης είπε: «Ήρθαμε να βάλουμε στην κουβέντα ένα μεγάλο ζήτημα, ένα ζήτημα με το οποίο κάποια στιγμή η ελληνική πολιτεία πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά.» Κατά συνέπεια, θα πρέπει να δούμε το συγκεκριμένο θέμα σ’ αυτήν του τη διάσταση.

Δεν είναι δυνατόν όμως να παραβλέψουμε πως όταν έρχεται μία πρόταση νόμου, η πρόταση νόμου είναι πολύ σαφής και πολύ συγκεκριμένη και με βάση την αιτιολογική της έκθεση πρέπει να την αντιμετωπίσουμε όπως αντιμετωπίζουμε όλα τα υπόλοιπα νομοσχέδια. Όταν έρχονται εδώ, δεν κρίνουμε το γενικό σκεπτικό και το συλλογικό τους πλαίσιο, αλλά κρίνουμε αυτό καθεαυτό το νομοθέτημα και τα αποτελέσματα που παράγει. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα θεωρούμε ότι δεν προσέγγισε μία σειρά από ζητήματα, τα οποία όφειλε να εντάξει στο σκεπτικό του:

Πρώτον, το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έχει δημιουργηθεί το πλέγμα σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας.

Το πρώτο Σύνταγμα της χώρας συντάχθηκε στα πλαίσια αναζήτησης της ιστορικής ταυτότητας ενός λαού που αποκτούσε την ελευθερία του και ταυτόχρονα ενσωματώνοντας τις ιστορικές συνθήκες, με τις οποίες διαμορφωνόταν αυτό πλέον το νέο κράτος. Οι αρχές του Διαφωτισμού τότε ήταν σε πλήρη έξαρση και μάλιστα ο λαός τότε ενέκρινε το πρώτο Σύνταγμα, το οποίο ήταν από τα πιο προοδευτικά Συντάγματα. Η Ορθοδοξία ανακηρύχθηκε επικρατούσα θρησκεία και παραμένει στην πορεία του χρόνου αναλλοίωτη συνταγματική διάταξη ως στοιχείο ενοποίησης του παρελθόντος, του παρόντος, του μέλλοντος.

Η Πολιτεία από το 1917 με αλλεπάλληλους νόμους απαλλοτρίωνε εκκλησιαστικές εκτάσεις για αποκαταστάσεις προσφύγων και ακτημόνων. Το 1952 υπεγράφη σύμβαση, με την οποία η Εκκλησία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο ελληνικό δημόσιο το μεγαλύτερο τμήμα της αγροτικής γης που κατείχε και η Πολιτεία με τη σειρά της ανέλαβε από τον κρατικό Προϋπολογισμό τη μισθοδοσία των κληρικών. Μάλιστα σε υλοποίηση εκείνης της συμβάσεως η Εκκλησία είχε λάβει ως αντάλλαγμα αστικά ακίνητα κι ένα συγκεκριμένο οικονομικό τίμημα.

Δεύτερον, υπάρχει ένα νομικό πλαίσιο. Ο Έλληνας νομοθέτης είχε προσδώσει στις οργανωτικές υποδιαιρέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας το νομικό ένδυμα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Υπάρχει, δηλαδή, ένα απολύτως δεσμευτικό και συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο συνεπάγεται και την ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση με τη μορφή της μερικής ή ολικής απαλλαγής, πολιτική που το κράτος υιοθετεί για το σύνολο των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου της χώρας μας. Αν καταργηθεί αυτή η φορολογική μεταχείριση, αναιρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό και η φύση των εκκλησιαστικών δομών ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Άρα, θα πρέπει να έχουμε να προτείνουμε το νέο νομικό πλαίσιο, στο οποίο αυτά θα σταθούν.

Τρίτον, ο φορολογικός νομοθέτης έχει λάβει υπόψη του τη συμβολή του κοινωφελούς έργου της Εκκλησίας σαν συστατικό στοιχείο της επιδιωκόμενης κοινωνικής συνοχής και της προστασίας των ασθενέστερων.

Τέταρτον, υπάρχει ένα ευρωπαϊκό πλέγμα σχέσεων, όπου είναι αποδεκτό και χαρακτηριστικό ότι το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών ακολουθούν ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση απέναντι των θρησκευτικών προσώπων της επικράτειάς τους. Μάλιστα το Άγιον Όρος απολαμβάνει ειδικής προστασίας απαλλαγής από έναν κατεξοχήν κοινοτικό φόρο, το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας. Από το 1977, δηλαδή δύο χρόνια πριν την πλήρη ένταξή μας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, είχε γίνει αποδεκτό από την ευρωπαϊκή νομοθεσία με την 6η Οδηγία του Συμβουλίου, η οποία το 1979 προσαρτήθηκε στην Πράξη Προσχώρησης, το καθεστώς που ισχύει σήμερα.

Τι συμβαίνει σήμερα; Η Πολιτεία φορολογεί την επιχειρηματική δραστηριότητα της Εκκλησίας. Φορολογεί τα εισοδήματα από τους τόκους, τις καταθέσεις και τα ομόλογα ελληνικού δημοσίου των ιερών μονών και των νομικών προσώπων και για πρώτη φορά με το νόμο 3427/2005 όλα τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου –και βεβαίως και η Εκκλησία- υποχρεούνται στην υποβολή Ε9 και με το νόμο 3634/2008 επιβάλλεται το ενιαίο τέλος ακινήτων για όλα τα ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του Αγίου Όρους.

Η πρόταση νόμου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην αιτιολογική της έκθεση δεν αντιμετωπίζει, όπως είπα, κανένα από τα παραπάνω πλαίσια. Αντίθετα, κατά την άποψή μου αναπτύσσει έναν προβληματισμό, ο οποίος δεν έχει ούτε συνεκτικό σκεπτικό ούτε επαρκή αιτιολογία. Συγκεκριμένα προτείνετε:

Πρώτον, την κατάργηση του άρθρου 23 του νόμου 2459/1997. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, απαλλάσσονται από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας ο Πανάγιος Τάφος, η Μονή του Όρους Σινά, το Άγιον Όρος, αφετέρου δε οι κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος γνωστές θρησκείες και δόγματα. Εάν καταργηθεί αυτή η απαλλαγή, δεν επαναφέρεται ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Και δεν επαναφέρεται γιατί ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας έχει ήδη καταργηθεί από την 1η Ιανουαρίου 2008 με το άρθρο 21 του νόμου 3634/2008.

Αντίθετα, όπως είπα και παραπάνω, καταργήθηκε ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, διότι ήταν ένας φόρος αναποτελεσματικός, αφορούσε πάρα πολύ λίγους και οι εισπρακτικοί μηχανισμοί με βάση την ομολογία και των προηγούμενων κυβερνώντων αδυνατούσαν να είναι αποτελεσματικοί. Αντίθετα, όπως είπα και προγενέστερα, επιβάλλεται το ενιαίο τέλος ακινήτων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα και για πρώτη φορά προβλέπεται και η φορολόγηση των Μονών του Αγίου Όρους. Γι’ αυτό το λόγο υπήρξαν και οι σχετικές μεγάλες αντιδράσεις.

Δεύτερον, προτείνετε την κατάργηση του άρθρου 15 του νόμου 3220/2004. Με την κατάργηση αυτής της διάταξης επαναφέρεται η εισφορά που προβλεπόταν από προγενέστερους νόμους του 1945 και του 1968. Σύμφωνα με αυτούς, είχε θεσπιστεί η ενοριακή εισφορά. Δηλαδή, η επιβολή φορολογίας με συντελεστή 35% επί των ακαθαρίστων εσόδων κυρίως των ενοριακών ναών.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που είχε εισαγάγει η Κυβέρνηση Σημίτη, στην έκθεση του νόμου 3220/2004, η κατάργηση αυτή των εισφορών εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια απλοποίησης του συστήματος των φόρων, στην οποία περιλαμβάνεται και η κατάργηση των μικρής απόδοσης φόρων, δυσαναλόγων μάλιστα με το συνολικό εισπρακτικό και διαχειριστικό κόστος αυτών. Εξάλλου –συνεχίζω από την αιτιολογική έκθεση εκείνης της περιόδου- η συγκεκριμένη εισφορά, επιβληθείσα προ πολλών ετών για την ικανοποίηση αναγκών που προέκυπταν από τις τότε κρατούσες συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί σήμερα δικαιολογημένη και ανταποκρινόμενη στις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους.

Μάλιστα δε, με στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που παρουσίαζε τότε, τα έσοδα το 2003 ήταν της τάξεως των δέκα περίπου εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό μεταφράζεται περίπου σε ένα ευρώ το χρόνο για κάθε Έλληνα. Πράγματι, αν τα έσοδα ήταν αυτά, μιλάμε κατ’ ουσίαν για μία ελαχιστότατη πρόσοδο.

Αντίστοιχα, το σκεπτικό που πρέπει να βάλουμε στην κουβέντα μας είναι πώς θα αντιμετωπίσουμε την Εκκλησία: Σαν μία επιχείρηση που πρέπει να φορολογείται βαρύτερα από άλλες επιχειρήσεις, με δεδομένο ότι σήμερα οι επιχειρήσεις στη χώρα μας φορολογούνται με συντελεστή 25% ή πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σαν ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο παράγει κοινωφελές αποτέλεσμα και πρέπει να εντάσσεται μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και σχεδιασμό με στόχο την κοινωνική συνοχή;

Οι διατάξεις που μέχρι τώρα αναφέρθηκαν ήταν διατάξεις, οι οποίες αφορούσαν νόμους που είχαν ψηφίσει οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., τις εισηγήθηκαν στα πλαίσια μιας ευρύτερης απ’ ό,τι φαίνεται και μη ορατής συμφωνίας με την Εκκλησία, θεσπίζοντας διατάξεις που σε κάποιες περιπτώσεις προσέγγιζαν τα όρια των χαριστικών διατάξεων ή ανατρέποντας πλήρως ένα νομοθετικό πλαίσιο της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., της περιόδου 1981-1989. Είναι δεδομένο λοιπόν πως ούτως ή άλλως είχε διαμορφωθεί ένα νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να επανεξεταστεί.

Η τρίτη προς κατάργηση διάταξη της πρότασης νόμου του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι η κατάργηση του άρθρου 6 του ν.3296/2004. Εφόσον καταργηθούν οι διατάξεις του άρθρου 6, επανέρχονται σε ισχύ οι αντίστοιχες της παραγράφου 5 του ν.2873/2000, που ορίζει ότι απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων τα εισοδήματα από οικοδομές γενικά, από εκμισθώσεις γαιών που ανήκουν στις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους, στο Πατριαρχείο κλπ.

Ταυτόχρονα, επέρχεται το δίκαιο που φορολογεί τους ιερούς ναούς, καθώς και τα ημεδαπά κοινωφελή νομικά πρόσωπα. Να σημειώσω, ότι στην περίπτωση αυτή είχε διατηρηθεί η απαλλαγή των τεκμαρτών εισοδημάτων από ακίνητα ιδιοκτησίας ξένων θρησκευμάτων και δογμάτων, με τον όρο της αμοιβαιότητας, προκαλώντας πάρα πολλές και μεγάλες αντιδράσεις στο χώρο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η κατάργηση της απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος των κοινωφελών νομικών προσώπων, επίσης, θα ήθελα να θυμίσω ότι είχε προκαλέσει τότε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις. Εάν καταργηθεί η παράγραφος 5 του συγκεκριμένου άρθρου, επαναφέρεται σε ισχύ η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 8 του ν.3091/2002, που προβλέπει ότι φορολογούνται με συντελεστή 10% τα εισοδήματα που αποκτούν από εκμίσθωση οικοδομών και γαιών οι ιεροί ναοί, οι ιερές μονές κ.λπ., τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί ή συνιστώνται κα τα οποία επιδιώκουν αποδεδειγμένα κοινωφελείς σκοπούς και τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα. Το ερώτημα που τίθεται, είναι το εξής: Πρέπει να φορολογούμε την κοινωφέλεια;

Κατάργηση των άρθρων 7 και 16 του ν.3427/2005. Σύμφωνα με αυτές τις δύο διατάξεις, κατ’ ουσίαν επιβάλλεται φόρος αυτόματου υπερτιμήματος, ο οποίος θυμίζω ότι είναι ένας φόρος ο οποίος επιβάλλεται στον πωλητή. Και οι δύο αυτοί φόροι αφορούν το σύνολο των απαλλαγών των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, του δημοσίου, των ΟΤΑ και μέσα σε αυτό συμπαρασύρονται οι ναοί και οι μονές. Να θυμίσω δε ότι ο φόρος υπερτιμήματος και το τέλος συναλλαγής δεν υπάρχουν ή αντικαθιστούν το φόρο μεταβίβασης.

Υπάρχουν, πράγματι, πολλά ερωτηματικά που δημιουργούνται στην ελληνική κοινωνία, όσον αφορά τα θέματα που άπτονται της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πόσο μεγάλη είναι η ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας; Σε μία χώρα χωρίς κτηματολόγιο, χωρίς δασολόγιο ποιος μπορεί να δώσει ακριβή απάντηση;

Είναι φορολογική δικαιοσύνη η φορολόγηση των εισφορών σε ναούς και μονές;

Όχι, ισχυρίζεται η Εκκλησία, διότι το κοινωφελές της έργο συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή.

Είναι δίκαιη η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας; Ναι, απαντά η Κυβέρνηση και θεσπίζει το ΕΤΑΚ, που ισχύει για όλους τους Έλληνες πολίτες, για το σύνολο της εκκλησιαστικής περιουσίας, εκτός από τους λατρευτικούς χώρους.

Η Κυβέρνηση σαν αφετηρία των δράσεών της έχει τη διαρκή επίτευξη της κοινωνικής συνοχής και της άμεσης και έμμεσης στήριξης των οικονομικά ασθενέστερων συμπολιτών μας. Από την πρώτη στιγμή, μέσα από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, προσπαθήσαμε να θεσπίσουμε ένα όσο τον δυνατόν πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα, όπου όλοι θα συνεισφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους και όλοι θα απολαμβάνουν ισοδύναμα.

Σε μία σύγχρονη πολιτεία πρέπει να έχεις πάντα τη διορατικότητα να εκσυγχρονίζεις το θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να ανταποκρίνεσαι στις σύγχρονες ανάγκες για το παρόν, αλλά κυρίως για το μέλλον. Σε μια εποχή, που ακόμη συζητούμε για την ισχύ και την αυθεντική τοπογράφηση των χρυσοβούλων και των πατριαρχικών συγγιλίων, είναι υποχρέωσή μας, η πολιτεία και η Εκκλησία να ξεκινήσουν έναν ειλικρινή διάλογο, κλείνοντας τις από δεκαετιών εκκρεμότητες και ανοίγοντας μια νέα σελίδα στις μεταξύ τους σχέσεις. Η εθνική ομοψυχία, η ιστορική συνέχεια, η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να αποτελούν τους οδηγούς αυτού του διαλόγου και να οδηγήσουν στην οριοθέτηση των σαφώς προκαθορισμένων και προδιαγεγραμμένων μεταξύ τους σχέσεων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οφείλουμε να προσεγγίζουμε το συγκεκριμένο θέμα με σοβαρότητα, χωρίς λαϊκίστικες προσεγγίσεις και άσφαιρα πυροτεχνήματα.

Ευχαριστώ πολύ.

Περίοδος: 
Είδος: 

Σχόλια

Προσθήκη νέου σχολίου


email: info@patrianakou.gr
Γραφείο Σπάρτης:
Κλεάρχου 50 & Τριακοσίων,
ΤΚ 23100 Σπάρτη,
Τηλ: 27310 82040
Fax: 27310 82920